σκαριφησμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαριφησμός < αρχαία ελληνική σκαριφησμός < σκαριφάομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκαριφησμός αρσενικό
- άλλη μορφή του σκαριφισμός, το σκαρίφημα
- (ιατρική) το ελαφρό χάραγμα του δέρματος, συνήθως χωρίς πρόκληση αιμορραγίας, για έλεγχο αλλεργικών αντιδράσεων, εμβολιασμό κ.λπ.
- (ανθρωπολογία) το χάραγμα του δέρματος, ιδίως στο πρόσωπο, που γίνεται με τελετουργικό τρόπο από μέλη αφρικάνικων ή άλλων φυλών για κοινωνικούς ή άλλους λόγους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατρική
|
ανθροπωλογία
|