σκατούλικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκατούλικο < σκατούλ(ι) + -ικο, ουδέτερο του -ικος < σκατό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skaˈtu.li.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐τού‐λι‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκατούλικο ουδέτερο
- (οικείο, χαϊδευτικό) συνώνυμο του σκατούλι
- ↪ Δε σταματούσε να χαμογελάει το σκατούλικο!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκατούλικο
|