σκελετίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκελετίνη οι σκελετίνες
      γενική της σκελετίνης των σκελετινών
    αιτιατική τη σκελετίνη τις σκελετίνες
     κλητική σκελετίνη σκελετίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκελετίνη < σκελετ(ός) + -ίνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκελετίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.