σκηνοθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκηνοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκηνοθετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
σκηνοθετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σκηνοθετώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκηνοθετημένος
|