σκορβουτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκορβουτικός < σκορβούτο
Επίθετο[επεξεργασία]
σκορβουτικός
η ιδιότητα του σκορβούτου, αυτός που αναφέρεται στο σορβούτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκορβουτικός
|