σμῆμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σμῆμᾰ | τὰ | σμήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σμήμᾰτος | τῶν | σμημᾰ́των |
δοτική | τῷ | σμήμᾰτῐ | τοῖς | σμήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σμῆμᾰ | τὰ | σμήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σμῆμᾰ | σμήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σμημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμῆμα < σμάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμῆμα, -ατος ουδέτερο
- καθετί που χρησιμεύει για καθαρισμό, σαπούνι, αλοιφή καθαρισμού
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 77 , 409d, @scaife.perseus, @el.wikisource
- ἐχρῶντο δ’ εἰς τὰς χεῖρας ἀποπλύνοντες αὐτὰς καὶ σμήματι ἀπορύψεως χάριν, ὡς παρίστησιν Ἀντιφάνης ἐν Κωρύκῳ·
ἐν ὅσῳ δ’ ἀκροῶμαί σου κέλευσὸν μοί τινα
φέρειν ἀπονίψασθαι. β. δότω τις δεῦρ’ ὕδωρ
καὶ σμῆμα.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του ποιητή Αντιφάνη.
- ἐχρῶντο δ’ εἰς τὰς χεῖρας ἀποπλύνοντες αὐτὰς καὶ σμήματι ἀπορύψεως χάριν, ὡς παρίστησιν Ἀντιφάνης ἐν Κωρύκῳ·
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 77 , 409d, @scaife.perseus, @el.wikisource
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σμάω
Πηγές[επεξεργασία]
- σμῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)