σοφιλιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοφιλιασμένος η σοφιλιασμένη το σοφιλιασμένο
      γενική του σοφιλιασμένου της σοφιλιασμένης του σοφιλιασμένου
    αιτιατική τον σοφιλιασμένο τη σοφιλιασμένη το σοφιλιασμένο
     κλητική σοφιλιασμένε σοφιλιασμένη σοφιλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοφιλιασμένοι οι σοφιλιασμένες τα σοφιλιασμένα
      γενική των σοφιλιασμένων των σοφιλιασμένων των σοφιλιασμένων
    αιτιατική τους σοφιλιασμένους τις σοφιλιασμένες τα σοφιλιασμένα
     κλητική σοφιλιασμένοι σοφιλιασμένες σοφιλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοφιλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σοφιλιάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

σοφιλιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]