σούβλισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούβλισμα τα σουβλίσματα
      γενική του σουβλίσματος των σουβλισμάτων
    αιτιατική το σούβλισμα τα σουβλίσματα
     κλητική σούβλισμα σουβλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σούβλισμα < (σουβλίζω) σουβλισ- + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsu.vli.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σού‐βλι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σούβλισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]