σούμπιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σούμπιτος η σούμπιτη το σούμπιτο
      γενική του σούμπιτου της σούμπιτης του σούμπιτου
    αιτιατική τον σούμπιτο τη σούμπιτη το σούμπιτο
     κλητική σούμπιτε σούμπιτη σούμπιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σούμπιτοι οι σούμπιτες τα σούμπιτα
      γενική των σούμπιτων των σούμπιτων των σούμπιτων
    αιτιατική τους σούμπιτους τις σούμπιτες τα σούμπιτα
     κλητική σούμπιτοι σούμπιτες σούμπιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σούμπιτος < ιταλική subito (ξαφνικός, απρόσμενος)

Επίθετο[επεξεργασία]

σούμπιτος, -η, -ο

  • που εμφανίζεται ξαφνικά, αιφνιδιαστικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]