σπερμολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπερμολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπερμολογώ
Μετοχή
[επεξεργασία]σπερμολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σπερμολογώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπερμολογημένος
|