σπερμολογημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερμολογημένος η σπερμολογημένη το σπερμολογημένο
      γενική του σπερμολογημένου της σπερμολογημένης του σπερμολογημένου
    αιτιατική τον σπερμολογημένο τη σπερμολογημένη το σπερμολογημένο
     κλητική σπερμολογημένε σπερμολογημένη σπερμολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερμολογημένοι οι σπερμολογημένες τα σπερμολογημένα
      γενική των σπερμολογημένων των σπερμολογημένων των σπερμολογημένων
    αιτιατική τους σπερμολογημένους τις σπερμολογημένες τα σπερμολογημένα
     κλητική σπερμολογημένοι σπερμολογημένες σπερμολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπερμολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπερμολογώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

σπερμολογημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]