σπινθηροβόλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπινθηροβόλημα < σπινθηροβολώ + -μα < ελληνιστική κοινή σπινθηροβόλος < αρχαία ελληνική σπινθήρ + βάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπινθηροβόλημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σπινθηροβολώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπινθηροβόλημα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)