σπιουναρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπιουναρισμένος η σπιουναρισμένη το σπιουναρισμένο
      γενική του σπιουναρισμένου της σπιουναρισμένης του σπιουναρισμένου
    αιτιατική τον σπιουναρισμένο τη σπιουναρισμένη το σπιουναρισμένο
     κλητική σπιουναρισμένε σπιουναρισμένη σπιουναρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπιουναρισμένοι οι σπιουναρισμένες τα σπιουναρισμένα
      γενική των σπιουναρισμένων των σπιουναρισμένων των σπιουναρισμένων
    αιτιατική τους σπιουναρισμένους τις σπιουναρισμένες τα σπιουναρισμένα
     κλητική σπιουναρισμένοι σπιουναρισμένες σπιουναρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπιουναρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπιουνάρω

Μετοχή

[επεξεργασία]

σπιουναρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]