σπληνολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπληνολογικός < σπληνολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σπληνολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την σπληνολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπληνολογικός