σπονδυλαρθρῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπονδυλαρθρῖτις | αἱ | σπονδυλαρθρίτιδες | ||||
γενική | τῆς | σπονδυλαρθρίτιδος | τῶν | σπονδυλαρθριτίδων | ||||
δοτική | τῇ | σπονδυλαρθρίτιδι | ταῖς | σπονδυλαρθρίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σπονδυλαρθρῖτιν | τὰς | σπονδυλαρθρίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | σπονδυλαρθρῖτι | σπονδυλαρθρίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπονδυλαρθρῖτις, -ιδος θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .