σπορογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπορογόνος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σπορογόνος
- που παράγει-γεννά σπόρους ή σπόρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπορογόνος
|