στάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]στάς, στᾶσα, στάν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἔστην) του ρήματος ἵστημι
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'στάς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'στάς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)