στάση εργασίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάση εργασίας | οι | στάσεις εργασίας |
γενική | της | στάσης εργασίας | των | στάσεων εργασίας |
αιτιατική | τη | στάση εργασίας | τις | στάσεις εργασίας |
κλητική | στάση εργασίας | στάσεις εργασίας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
στάση εργασίας θηλυκό
- απεργιακή κινητοποίηση, η διάρκεια της οποίας καλύπτει ένα μέρος της ημέρας
- ※ Προειδοποιητική στάση εργασίας το βράδυ της Τετάρτης 7 Ιουλίου αποφάσισαν οι εργαζόμενοι στο μετρό και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.
- Μαρία Λιλιοπούλου, Μέσα Μεταφοράς: Στάσεις εργασίας σε μετρό και ΗΣΑΠ, ανέστειλαν οι οδηγοί των λεωφορείων, Έθνος, 6 Ιουλίου 2021
- ※ Προειδοποιητική στάση εργασίας το βράδυ της Τετάρτης 7 Ιουλίου αποφάσισαν οι εργαζόμενοι στο μετρό και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στάση εργασίας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- στάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)