στερεοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερεοσκοπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
στερεοσκοπικός
- αυτός που αποβλέπει στη δημιουργία τρίτης διάστασης στην εικόνα
- ο σχετικός με τη στερεοσκοπία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεοσκοπικός