στηθόδεσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στηθόδεσμος οι στηθόδεσμοι
      γενική του στηθόδεσμου των στηθόδεσμων
    αιτιατική τον στηθόδεσμο τους στηθόδεσμους
     κλητική στηθόδεσμε στηθόδεσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
στηθόδεσμος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στηθόδεσμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στηθόδεσμος[1] < στῆθος + δεσμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stiˈθo.ðe.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στη‐θό‐δε‐σμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στηθόδεσμος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]