στολοδρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στολοδρομικός η στολοδρομική το στολοδρομικό
      γενική του στολοδρομικού της στολοδρομικής του στολοδρομικού
    αιτιατική τον στολοδρομικό τη στολοδρομική το στολοδρομικό
     κλητική στολοδρομικέ στολοδρομική στολοδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στολοδρομικοί οι στολοδρομικές τα στολοδρομικά
      γενική των στολοδρομικών των στολοδρομικών των στολοδρομικών
    αιτιατική τους στολοδρομικούς τις στολοδρομικές τα στολοδρομικά
     κλητική στολοδρομικοί στολοδρομικές στολοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στολοδρομικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

στολοδρομικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]