στοχασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοχασμένος η στοχασμένη το στοχασμένο
      γενική του στοχασμένου της στοχασμένης του στοχασμένου
    αιτιατική τον στοχασμένο τη στοχασμένη το στοχασμένο
     κλητική στοχασμένε στοχασμένη στοχασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοχασμένοι οι στοχασμένες τα στοχασμένα
      γενική των στοχασμένων των στοχασμένων των στοχασμένων
    αιτιατική τους στοχασμένους τις στοχασμένες τα στοχασμένα
     κλητική στοχασμένοι στοχασμένες στοχασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοχάζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

στοχασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]