στρατεύσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατεύσιμος < αρχαία ελληνική
Επίθετο[επεξεργασία]
στρατεύσιμος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατεύσιμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
στρατεύσιμος
- που είναι κατάλληλος για να στρατευθεί