στριμωξίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στριμωξίδι | τα | στριμωξίδια |
γενική | του | στριμωξιδιού | των | στριμωξιδιών |
αιτιατική | το | στριμωξίδι | τα | στριμωξίδια |
κλητική | στριμωξίδι | στριμωξίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στριμωξίδι < στριμώχνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στριμωξίδι ουδέτερο
- Το ταξί μου πέφτει ακριβό αλλά το στριμωξίδι και το σπρωξίδι στο λεωφορείο δεν είναι φτηνό -της διπλανής μου της βούτηξαν το πορτοφόλι