στυλίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυλίτισσα οι στυλίτισσες
      γενική της στυλίτισσας των στυλιτισσών
    αιτιατική τη στυλίτισσα τις στυλίτισσες
     κλητική στυλίτισσα στυλίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στυλίτισσα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στυλίτισσα < στυλίτ(ης) + -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στυλίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στῡλῑτισσα-
ονομαστική στυλίτισσ αἱ στυλίτισσαι
      γενική τῆς στυλιτίσσης τῶν στυλιτισσῶν
      δοτική τῇ στυλιτίσσ ταῖς στυλιτίσσαις
    αιτιατική τὴν στυλίτισσᾰν τὰς στυλιτίσσᾱς
     κλητική ! στυλίτισσ στυλίτισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στυλιτίσσ
γεν-δοτ τοῖν  στυλιτίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στυλίτισσα (ελληνιστική κοινή) < στυλίτ(ης) + -ισσα < αρχαία ελληνική στῦλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στυλίτισσα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • στυλίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
    Με σημείωση: Stud.Pont. 3.134 (Amasia) Studia Pontica, Brussels 1903-: vol. iii Recueil des inscriptions grecques et latines du Pont et de l’ Arménie, publ. par J. G. C. Anderson, F. Cumont, H. Grégoire, fasc. i (1910).)