συμφαγωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφαγωμένος η συμφαγωμένη το συμφαγωμένο
      γενική του συμφαγωμένου της συμφαγωμένης του συμφαγωμένου
    αιτιατική τον συμφαγωμένο τη συμφαγωμένη το συμφαγωμένο
     κλητική συμφαγωμένε συμφαγωμένη συμφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφαγωμένοι οι συμφαγωμένες τα συμφαγωμένα
      γενική των συμφαγωμένων των συμφαγωμένων των συμφαγωμένων
    αιτιατική τους συμφαγωμένους τις συμφαγωμένες τα συμφαγωμένα
     κλητική συμφαγωμένοι συμφαγωμένες συμφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμφαγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντρώγω

Μετοχή[επεξεργασία]

συμφαγωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]