συμφραζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμφραζόμενος < συμφράζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
συμφραζόμενος -η -ο
- μετοχή ενεστώτα του ρήματος συμφράζομαι
- → δείτε τη λέξη συμφραζόμενα, συμφράζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμφραζόμενος
|