συναιρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναιρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συναιρώ < ελληνιστική κοινή συνῃρημένος < συναιρέω / συναιρῶ < αρχαία ελληνική αἱρέω / αἱρῶ
Μετοχή
[επεξεργασία]συναιρεμένος
- (προφορικό) άλλη μορφή του συνηρημένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναιρεμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)