συνδεσμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδεσμικός < σύνδεσμος
Επίθετο
[επεξεργασία]συνδεσμικός, -ή, -ό
- σχετικός με έναν σύνδεσμο
- (ανατομία) συνδεσμική κάκωση του γόνατος
- (γραμματική) συνδεσμική έκφραση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνδεσμικός