συνιζημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνιζημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνιζάνω από την αρχαία ελληνική συνιζάνω (βυθίζω, κατακαθίζω) με παράλληλο τύπο συνίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ni.ziˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
συνιζημένος
- που έχει υποστεί συνίζηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνιζημένος
|