συντομότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντομότατος < σύντομ(ος) + -ότατος. Δείτε και το αρχαίο συντομώτατος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συντομότατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του σύντομος