συρρίκνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρρίκνωμα < συρρικνώνω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρρίκνωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του συρρικνώνω, η σμίκρυνση κυριολεκτικά και μεταφορικά, η περικοπή, η μείωση σε υπερβολικό βαθμό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρρίκνωμα
|