σφετερισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφετερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφετερίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
σφετερισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σφετερίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφετερισμένος
|