σφραγιστήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σφραγιστήριον τὰ σφραγιστήρι
      γενική τοῦ σφραγιστηρίου τῶν σφραγιστηρίων
      δοτική τῷ σφραγιστηρί τοῖς σφραγιστηρίοις
    αιτιατική τὸ σφραγιστήριον τὰ σφραγιστήρι
     κλητική ! σφραγιστήριον σφραγιστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφραγιστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  σφραγιστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφραγιστήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σφραγίζω, σφραγισ- -τήριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σφραγιστήριο με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφραγιστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]