σχετιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
σχετιζόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος σχετίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετιζόμενος
|
σχετιζόμενος
|