σωματιδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
σωματιδιακός, -ή, -ό < σωματίδιο + -ακός
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Επίθετο[επεξεργασία]
σωματιδιακός, -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που αφορά σωματίδιο, -α
- που αφορά την σωματιδιακή φυσική
- δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από διακριτές μονάδες που (συνήθως) δεν δύναται να αναμειχθούν ομοιογενώς αλλά μεταφέρονται αυτούσιες