ταλανισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταλανισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ταλανίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ταλανισμένος, -η, -ο
- (λόγιο) ταλαιπωρημένος, βασανισμένος, τυραννημένος
- Ταλανισμένος από τις δυσκολίες, κυνηγημένος από τις ατυχίες....
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταλανίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταλανισμένος
|