ταπητουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταπητουργικός < ταπητουργ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ταπητουργικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ταπητουργία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταπητουργικός
|