ταυρηλάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ταυρηλάτης | οἱ | ταυρηλάται |
γενική | τοῦ | ταυρηλάτου | τῶν | ταυρηλατῶν |
δοτική | τῷ | ταυρηλάτῃ | τοῖς | ταυρηλάταις |
αιτιατική | τὸν | ταυρηλάτην | τοὺς | ταυρηλάτᾱς |
κλητική ὦ! | ταυρηλάτᾰ | ταυρηλάται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταυρηλάτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταυρηλάταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ταυρηλάτης αρσενικό και ταυρελάτης
- αυτός που οδηγεί ταύρους, ο βουκόλος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- όπως στρατηλάτης, αρματηλάτης
Πηγές[επεξεργασία]
- ταυρηλάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ηλάτης (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)