ταυτάριθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυτάριθμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ταυτάριθμος, -η, -ο
- που έχει τον ίδιο αριθμό με κάποιον άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταυτάριθμος
|