τελειοθηρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελειοθηρικός η τελειοθηρική το τελειοθηρικό
      γενική του τελειοθηρικού της τελειοθηρικής του τελειοθηρικού
    αιτιατική τον τελειοθηρικό την τελειοθηρική το τελειοθηρικό
     κλητική τελειοθηρικέ τελειοθηρική τελειοθηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελειοθηρικοί οι τελειοθηρικές τα τελειοθηρικά
      γενική των τελειοθηρικών των τελειοθηρικών των τελειοθηρικών
    αιτιατική τους τελειοθηρικούς τις τελειοθηρικές τα τελειοθηρικά
     κλητική τελειοθηρικοί τελειοθηρικές τελειοθηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελειοθηρικός < τελειοθήρας + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

τελειοθηρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]