τελειοθηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελειοθηρικός < τελειοθήρας + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τελειοθηρικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στον τελειοθήρα και την τελειοθηρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τελειοθηρικός
|