τελετουργημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελετουργημένος η τελετουργημένη το τελετουργημένο
      γενική του τελετουργημένου της τελετουργημένης του τελετουργημένου
    αιτιατική τον τελετουργημένο την τελετουργημένη το τελετουργημένο
     κλητική τελετουργημένε τελετουργημένη τελετουργημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελετουργημένοι οι τελετουργημένες τα τελετουργημένα
      γενική των τελετουργημένων των τελετουργημένων των τελετουργημένων
    αιτιατική τους τελετουργημένους τις τελετουργημένες τα τελετουργημένα
     κλητική τελετουργημένοι τελετουργημένες τελετουργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τελετουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τελετουργώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

τελετουργημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]