τελετουργημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τελετουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τελετουργώ
Μετοχή
[επεξεργασία]τελετουργημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τελετουργώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τελετουργημένος
|