τερματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερματικός < τέρμα
Επίθετο[επεξεργασία]
τερματικός -ή -ό
- που αναφέρεται στο τέρμα, στο σημείο όπου τερματίζει ένα συγκοινωνιακό μέσο
- τερματικός σταθμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τερματικός
|