τερματοφύλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τερματοφύλαξ | οἱ | τερματοφύλακες | ||||
γενική | τοῦ | τερματοφύλακος | τῶν | τερματοφυλάκων | ||||
δοτική | τῷ | τερματοφύλακι | τοῖς | τερματοφύλαξι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | τερματοφύλακα | τοὺς | τερματοφύλακας | ||||
κλητική ὦ! | τερματοφύλαξ | τερματοφύλακες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερματοφύλαξ, -ακος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .