τετράκλιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράκλιτος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τέσσερα κλίτη
- τετράκλιτος ναός
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο όρος αποδίδεται σε ναούς, εκκλησίες ή ξωκλήσια που τους έχει προστεθεί ένα κλίτος σε μία πλευρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράκλιτος
|