τετράψηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετράψηλος, -η, -ο
- πάρα πολύ ψηλός, πανύψηλος
- ※ Μα -σκύψε να σου πω σ' αυτί:- στο τετράψηλο Παλαμήδι, ίσαμε τη στιγμή τούτη που σου μιλώ, δεν ανέβηκα! (Άγγελος Τερζάκης Παλαμήδι [διήγημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράψηλος
|