τετραχλωροκασσίτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραχλωροκασσίτερος < τετρα- + (χλώριο) χλωρο- + κασσίτερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραχλωροκασσίτερος αρσενικό
- (χημεία) ανόργανη χημική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο του κασσιτέρου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραχλωριούχος κασσίτερος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραχλωροκασσίτερος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τετρα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χλωρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)