τεχνῖτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τεχνῖτις αἱ τεχνίτιδες
      γενική τῆς τεχνίτιδος τῶν τεχνιτίδων
      δοτική τῇ τεχνίτιδι ταῖς τεχνίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν τεχνῖτιν τὰς τεχνίτιδᾰς
     κλητική ! τεχνῖτι τεχνίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεχνῖτις, -ιδος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]