τεϊοπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.i.oˈpo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ϊ‐ο‐πό‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεϊοπότης αρσενικό (θηλυκό τεϊοπότισσα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τεϊοποσία
- τεϊοποτείο
- → δείτε τις λέξεις τέιο, τσάι και πίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεϊοπότης
|