τζιρέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιρέκι τα τζιρέκια
      γενική
    αιτιατική το τζιρέκι τα τζιρέκια
     κλητική τζιρέκι τζιρέκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζιρέκι < τουρκική çeyrek (τέταρτο) < περσική چارک (ĉârak: τέταρτο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζιρέκι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) (το ένα) τέταρτο (¼)
  2. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) (κατ’ επέκταση) κομμάτι
    Κάμω <ἐνθύμηση> ἐγὼ ὁ Χρύσανθος πὼς ἔπιασε ὁ καπιτὰν πασιᾶς τὸν Παπαθύμιο Πλαχάβα καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὰ Ἰωάννινα στὸ βεζίρη καὶ τὸν ἔκαμε τζιρέκια τέσσερα (Από ενθύμηση στο φύλλο 223α του κώδικα 106 της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων)
  3. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) (οικονομία) υποδιαίρεση της τουρκικής λίρας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]