τηλεγραφόξυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεγραφόξυλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεγραφόξυλο ουδέτερο
- ξύλινο, συνήθως, στήριγμα των καλωδίων του τηλεγράφου
- (μεταφορικά) (αστειευόμενοι) ψηλός και λιγνός άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: (για άνδρα) λέλεκας, μακρολέλεκας, μαντράχαλος, ψηλέας, ψηλολέλεκας
- ≈ συνώνυμα: (για γυναίκα) στέκα, ταβανόσκουπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεγραφόξυλο
|